λιονταρής

λιονταρής
και λεονταρής, ο [λιοντάρι]
αυτός που παριστάνει τον γενναίο χωρίς να είναι, ο ψευτοπαλικαράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεονταρής — ο βλ. λιονταρής …   Dictionary of Greek

  • λεονταρής — λεονταρής, ο και λιονταρής, ο ο ψευτοπαλικαράς, ο νταής: Χθες στην ταβέρνα πιάστηκαν στα χέρια δυο λιονταρήδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”